- βαμβακόπιτα
- βαμβακόπιτα, η και μπαμπακόπιτα, ησυμπιεσμένος βαμβακόσπορος που μένει αφού αφαιρεθεί το βαμβακέλαιο και που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή: Οικτηνοτρόφοι ταΐζουν συχνά τα ζώα τους μπαμπακόπιτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.